compilation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
compilation compilations

Ουσιαστικό

compilation (en)

  1. συλλογή, συγκέντρωση, απάνθισμα, συμπίλημα
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση) η μεταγλώττιση
    δείτε επίσης: Compiler στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

  • compilation στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
compilation compilations

Ουσιαστικό

compilation (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.