ριβόσωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριβόσωμα τα ριβοσώματα
      γενική του ριβοσώματος των ριβοσωμάτων
    αιτιατική το ριβόσωμα τα ριβοσώματα
     κλητική ριβόσωμα ριβοσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριβόσωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ριβόσωμα ουδέτερο

  • μικρή, δομική μονάδα του κυττάρου υπεύθυνη για τη δημιουργία των πρωτεϊνών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.