μεταφράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μεταφράζω(παθ. φωνή μεταφράζομαι)
- μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο σε άλλη γλώσσα ή σε μορφή διαφορετική από την αρχική
- μεταφράζει το άρθρο για ένα περιοδικό
- (μεταφορικά) μεταφράζεται (συνήθως στο γ' ενικό): ισοδυναμεί, συνεπάγεται
- επιτυχία που μεταφράζεται σε επαγγελματική εξέλιξη
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταφράζω | μετέφραζα | θα μεταφράζω | να μεταφράζω | μεταφράζοντας | |
| β' ενικ. | μεταφράζεις | μετέφραζες | θα μεταφράζεις | να μεταφράζεις | μετάφραζε | |
| γ' ενικ. | μεταφράζει | μετέφραζε | θα μεταφράζει | να μεταφράζει | ||
| α' πληθ. | μεταφράζουμε | μεταφράζαμε | θα μεταφράζουμε | να μεταφράζουμε | ||
| β' πληθ. | μεταφράζετε | μεταφράζατε | θα μεταφράζετε | να μεταφράζετε | μεταφράζετε | |
| γ' πληθ. | μεταφράζουν(ε) | μετέφραζαν μεταφράζαν(ε) |
θα μεταφράζουν(ε) | να μεταφράζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετέφρασα | θα μεταφράσω | να μεταφράσω | μεταφράσει | ||
| β' ενικ. | μετέφρασες | θα μεταφράσεις | να μεταφράσεις | μετάφρασε | ||
| γ' ενικ. | μετέφρασε | θα μεταφράσει | να μεταφράσει | |||
| α' πληθ. | μεταφράσαμε | θα μεταφράσουμε | να μεταφράσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταφράσατε | θα μεταφράσετε | να μεταφράσετε | μεταφράστε | ||
| γ' πληθ. | μετέφρασαν μεταφράσαν(ε) |
θα μεταφράσουν(ε) | να μεταφράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταφράσει | είχα μεταφράσει | θα έχω μεταφράσει | να έχω μεταφράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταφράσει | είχες μεταφράσει | θα έχεις μεταφράσει | να έχεις μεταφράσει | έχε μεταφρασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει μεταφράσει | είχε μεταφράσει | θα έχει μεταφράσει | να έχει μεταφράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταφράσει | είχαμε μεταφράσει | θα έχουμε μεταφράσει | να έχουμε μεταφράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταφράσει | είχατε μεταφράσει | θα έχετε μεταφράσει | να έχετε μεταφράσει | έχετε μεταφρασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν μεταφράσει | είχαν μεταφράσει | θα έχουν μεταφράσει | να έχουν μεταφράσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεταφρασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεταφρασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεταφρασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεταφρασμένο | |||||
Μεταφράσεις
μεταφράζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.