μεταφραστικά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.fɾa.stiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταφραστικά

Ετυμολογία 1

μεταφραστικά < μεταφραστικ(ός) +

Επίρρημα

μεταφραστικά

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

μεταφραστικά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεταφραστικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

μεταφραστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η αμοιβή των μεταφραστών
    χρειάζεται παράθεμα

Ετυμολογία 3

μεταφραστικά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταφραστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.