μανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανία | οι | μανίες |
| γενική | της | μανίας | — | |
| αιτιατική | τη | μανία | τις | μανίες |
| κλητική | μανία | μανίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανία
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νί‐α
Ουσιαστικό
μανία θηλυκό
- (ψυχιατρική) οξεία διαταραχή των ψυχοπνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου· τα συμπτώματά της είναι η υπερκινητικότητα, η έξαρση της φαντασίας, διάσπαση της προσοχής, έμμονες ιδέες, αχαλίνωτη ροή λόγου κ.λπ.
- έντονη εμμονή κάποιου για κάτι που το επιδιώκει ή ασχολείται παθιασμένα με αυτό
- (μεταφορικά) μεγάλη ένταση ενός φυσικού φαινομένου
- οργή
- παραφροσύνη
- μίσος
- υπερβολική αγάπη προς κάτι ή κάποιον
Εκφράσεις
- με κάνει πυρ και μανία: → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
Συγγενικά
- αρειμάνιος
- μανιάζω
- μανιακός
- μάνιασμα
- μανιασμένος
- μανίζω
- μανιώ
- μανιώδης
- μανιωδώς
→ και δείτε τη λέξη μαίνομαι
Σύνθετα
- μανιοκατάθλιψη
- μανιοκαταθλιπτικός
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μανία στο Βικιλεξικό
-
μανία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- μανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μανία στο Βικιλεξικό
Πηγές
- μανία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μανίᾱ | αἱ | μανίαι |
| γενική | τῆς | μανίᾱς | τῶν | μανιῶν |
| δοτική | τῇ | μανίᾳ | ταῖς | μανίαις |
| αιτιατική | τὴν | μανίᾱν | τὰς | μανίᾱς |
| κλητική ὦ! | μανίᾱ | μανίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μανίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μανίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανία < θέμα μαν- (όπως στον αόριστο ἐ-μάν-ην του μαίνομαι), μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι) [1] + -ία
→ ζητούμενο λήμμα
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μανία στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- s.v. μανία, μαίνομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μανία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μανία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.