μανιοκατάθλιψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανιοκατάθλιψη | οι | μανιοκαταθλίψεις |
| γενική | της | μανιοκατάθλιψης* | των | μανιοκαταθλίψεων |
| αιτιατική | τη | μανιοκατάθλιψη | τις | μανιοκαταθλίψεις |
| κλητική | μανιοκατάθλιψη | μανιοκαταθλίψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μανιοκαταθλίψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανιοκατάθλιψη < μανία + -ο- + κατάθλιψη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manic depression)
Ουσιαστικό
μανιοκατάθλιψη θηλυκό
- (ψυχολογία) ψυχική διαταραχή (γνωστή και ως "διπολική διαταραχή") κατά την οποία ο πάσχων έχει επεισόδια κατά τα οποία η διάθεσή του έχει σημαντικές εναλλαγές μεταξύ μεγάλης ενεργητικότητας και κατάθλιψης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μανιοκατάθλιψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.