μανιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μανιακός | η | μανιακή | το | μανιακό |
| γενική | του | μανιακού | της | μανιακής | του | μανιακού |
| αιτιατική | τον | μανιακό | τη | μανιακή | το | μανιακό |
| κλητική | μανιακέ | μανιακή | μανιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μανιακοί | οι | μανιακές | τα | μανιακά |
| γενική | των | μανιακών | των | μανιακών | των | μανιακών |
| αιτιατική | τους | μανιακούς | τις | μανιακές | τα | μανιακά |
| κλητική | μανιακοί | μανιακές | μανιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μανιακός < αρχαία ελληνική μανιακός (μαινόμενος)
Επίθετο
μανιακός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μανία
Ουσιαστικό
μανιακός αρσενικό
- ψυχικά ασθενής που εμφανίζει συχνά κρίσεις πανικού, ακρατή συμπεριφορά, βία, σπασμούς, επαναλαμβανόμενες δράσεις και σκέψεις ή τουλάχιστον κάποια από αυτά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.