μανιοκαταθλιπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μανιοκαταθλιπτικός η μανιοκαταθλιπτική το μανιοκαταθλιπτικό
      γενική του μανιοκαταθλιπτικού της μανιοκαταθλιπτικής του μανιοκαταθλιπτικού
    αιτιατική τον μανιοκαταθλιπτικό τη μανιοκαταθλιπτική το μανιοκαταθλιπτικό
     κλητική μανιοκαταθλιπτικέ μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μανιοκαταθλιπτικοί οι μανιοκαταθλιπτικές τα μανιοκαταθλιπτικά
      γενική των μανιοκαταθλιπτικών των μανιοκαταθλιπτικών των μανιοκαταθλιπτικών
    αιτιατική τους μανιοκαταθλιπτικούς τις μανιοκαταθλιπτικές τα μανιοκαταθλιπτικά
     κλητική μανιοκαταθλιπτικοί μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μανιοκαταθλιπτικός < μανία + -ο- + καταθλιπτικός

Επίθετο

μανιοκαταθλιπτικός

  1. που πάσχει από μανιοκατάθλιψη
  2. σχετικός με τη μανιοκατάθλιψη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

μανιοκαταθλιπτικός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.