μανιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μανιώδης | η | μανιώδης | το | μανιώδες |
| γενική | του | μανιώδους | της | μανιώδους | του | μανιώδους |
| αιτιατική | τον | μανιώδη | τη | μανιώδη | το | μανιώδες |
| κλητική | μανιώδη(ς) | μανιώδης | μανιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μανιώδεις | οι | μανιώδεις | τα | μανιώδη |
| γενική | των | μανιωδών | των | μανιωδών | των | μανιωδών |
| αιτιατική | τους | μανιώδεις | τις | μανιώδεις | τα | μανιώδη |
| κλητική | μανιώδεις | μανιώδεις | μανιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μανιώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανιώδης < μανί(α) + -ώδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.niˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νι‐ώ‐δης
Επίθετο
μανιώδης, -ης, -ες
- που έχει μια συνήθεια σε πολύ μεγάλο βαθμό, που έχει μανία με κάτι
- ↪ μανιώδης καπνιστής, μανιώδης συλλέκτης γραμματοσήμων, μανιώδης με την καθαριότητα
- κάτι που γίνεται με υπερβολικό πάθος ή συχνότητα, μανιωδώς
- ↪ μανιώδες κάπνισμα / με μανιώδη τρόπο / μανιώδης ενασχόληση με τους υπολογιστές
Μεταφράσεις
καπνιστής
Πηγές
- μανιώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μανιώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μανιώδης | τὸ | μανιῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μανιώδους | τοῦ | μανιώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μανιώδει | τῷ | μανιώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μανιώδη | τὸ | μανιῶδες | ||
| κλητική ὦ! | μανιῶδες | μανιῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μανιώδεις | τὰ | μανιώδη | ||
| γενική | τῶν | μανιώδων | τῶν | μανιώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μανιώδεσῐ(ν) | τοῖς | μανιώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μανιώδεις | τὰ | μανιώδη | ||
| κλητική ὦ! | μανιώδεις | μανιώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μανιώδει | τὼ | μανιώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μανιώδοιν | τοῖν | μανιώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μανιώδης, -ης, -ες
- τρελός, παράλογος, ξέφρενος, ανέλπιδος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 39.3
- ...καὶ τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις, ἀπέβη: ἐντὸς γὰρ εἴκοσιν ἡμερῶν ἤγαγε τοὺς ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη.
- και η υπόσχεση του Κλέωνος αν και παράλογη, τελικά τηρήθηκε: μέσα σε είκοσι μέρες έφερε τους άνδρες όπως είχε τοποθετηθεί ότι θα έπραττε
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- και η υπόσχεση του Κλέωνος αν και παράλογη, τελικά τηρήθηκε: μέσα σε είκοσι μέρες έφερε τους άνδρες όπως είχε τοποθετηθεί ότι θα έπραττε
- που προκαλεί τρέλα
Παράγωγα
- μανιωδῶς
Πηγές
- μανιώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μανιώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.