μανιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μανιάζω < (μεταπλασμός) μεσαιωνική ελληνική μαν(ίζω) + -ιάζω < αρχαία ελληνική μαίνομαι[1]

Ρήμα

μανιάζω

  1. νευριάζω πάρα πολύ
  2. γίνομαι σφοδρός και ορμητικός

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.