μαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαίνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαίνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαί‐νο‐μαι
Ρήμα
μαίνομαι, πρτ.: μαινόμουν, μτχ.π.ε.: μαινόμενος - μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)
- βρίσκομαι σε κατάσταση μανίας
- ※ Χαίρει, ἐπιβοᾷ ἐνθουσιῶν, ἀγάλλεται, μαίνεται διότι ἀπώλεσεν ἓν ἔτος τῆς ζωῆς του, διότι προσήγγισεν ἓν βῆμα εἰς τὸν τάφον, ὡσεὶ μὴ ἤρκει πρὸς τοῦτο ἡ θανατηφόρος εὐτυχῶς ἐπιστήμη τῶν ἐξ Εὐρώπης νεαρῶν Ἀσκληπιαδῶν καὶ τὰ δολοφονικά ἕλη καὶ αἱ ἀκαθαρσίαι τῆς πόλεως. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- (για καιρικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι με ιδιαίτερη σφοδρότητα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαίνομαι | μαινόμουν(α) | θα μαίνομαι | να μαίνομαι | μαινόμενος | |
| β' ενικ. | μαίνεσαι | μαινόσουν(α) | θα μαίνεσαι | να μαίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | μαίνεται | μαινόταν(ε) | θα μαίνεται | να μαίνεται | ||
| α' πληθ. | μαινόμαστε | μαινόμαστε μαινόμασταν |
θα μαινόμαστε | να μαινόμαστε | ||
| β' πληθ. | μαίνεστε | μαινόσαστε μαινόσασταν |
θα μαίνεστε | να μαίνεστε | (μαίνεστε) | |
| γ' πληθ. | μαίνονται | μαίνονταν μαινόντουσαν |
θα μαίνονται | να μαίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μάνθηκα | θα μανθώ | να μανθώ | μανθεί | ||
| β' ενικ. | μάνθηκες | θα μανθείς | να μανθείς | μάνσου | ||
| γ' ενικ. | μάνθηκε | θα μανθεί | να μανθεί | |||
| α' πληθ. | μανθήκαμε | θα μανθούμε | να μανθούμε | |||
| β' πληθ. | μανθήκατε | θα μανθείτε | να μανθείτε | μανθείτε | ||
| γ' πληθ. | μάνθηκαν μανθήκαν(ε) |
θα μανθούν(ε) | να μανθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μανθεί | είχα μανθεί | θα έχω μανθεί | να έχω μανθεί | μασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μανθεί | είχες μανθεί | θα έχεις μανθεί | να έχεις μανθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μανθεί | είχε μανθεί | θα έχει μανθεί | να έχει μανθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μανθεί | είχαμε μανθεί | θα έχουμε μανθεί | να έχουμε μανθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μανθεί | είχατε μανθεί | θα έχετε μανθεί | να έχετε μανθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μανθεί | είχαν μανθεί | θα έχουν μανθεί | να έχουν μανθεί | ||
Μεταφράσεις
Πηγές
- μαίνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Νέα ελληνικά (el)
Πηγές
- μαίνομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μαίνομαι < *μαν-jο-μαι < θέμα μαν-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι) [1]
→ ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μαίνομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαίνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.