*men-
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
![]() ανασυντεθειμένοι τύποι |
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ρίζα
*men- (πολύσημη ρίζα)
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι (αρχαία ελληνικά) όπως → δείτε μνῆμα, μνημεῖον, μνήμων, μνάομαι και μιμνήσκω
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, μένω
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, μένω (αρχαία ελληνικά) όπως → δείτε μένω, περιμένω και μίμνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
