λύσσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λύσσα | οι | λύσσες |
| γενική | της | λύσσας | των | (λυσσών) |
| αιτιατική | τη | λύσσα | τις | λύσσες |
| κλητική | λύσσα | λύσσες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λύσσα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική λύσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leuk-[1] / *lewk-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύσ‐σα
Ουσιαστικό
λύσσα θηλυκό
- (ιατρική) λοιμώδης νόσος χωρίς εξάνθημα, ιογενής και μολυσματική ασθένεια των σαρκοβόρων ζώων, η οποία μεταδίδεται από δάγκωμα προσβεβλημένου ζώου σε άλλο, προκαλεί συνήθως θάνατο και προσβάλλει και τον άνθρωπο. Κύριο σύμπτωμά της είναι η παράλυση του νευρικού συστήματος
- (μεταφορικά)
Εκφράσεις
- λύσσα κακιά
Συγγενικά
- αντερόλυσσα
- αντιλυσσικό
- αντιλυσσικός
- απολυσσιάζω
- λυσσαλέα
- λυσσαλέος
- λυσσάρης / λυσσιάρης
- λυσσάρικος / λυσσιάρικος
- λυσσασμένος
- λυσσιακά / λυσσακά
- λυσσιατρείο
- λυσσικός
- λυσσόδηκτος
- λυσσομανάω / λυσσομανώ
- λυσσώ / λυσσάω / λυσσάζω / λυσσιάζω
- λυσσώδης
- λυσσωδώς
- ψωμόλυσσα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| λῠσσᾰ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | λύσσᾰ | αἱ | λύσσαι | |
| γενική | τῆς | λύσσης | τῶν | λυσσῶν | |
| δοτική | τῇ | λύσσῃ | ταῖς | λύσσαις | |
| αιτιατική | τὴν | λύσσᾰν | τὰς | λύσσᾱς | |
| κλητική ὦ! | λύσσᾰ | λύσσαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύσσᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | λύσσαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- λύσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leuk-[1] / *lewk-
- λύττα (αττικός τύπος )
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- λύσσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύσσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.