λυσσαλέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λυσσαλέος | η | λυσσαλέα | το | λυσσαλέο |
| γενική | του | λυσσαλέου | της | λυσσαλέας | του | λυσσαλέου |
| αιτιατική | τον | λυσσαλέο | τη | λυσσαλέα | το | λυσσαλέο |
| κλητική | λυσσαλέε | λυσσαλέα | λυσσαλέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λυσσαλέοι | οι | λυσσαλέες | τα | λυσσαλέα |
| γενική | των | λυσσαλέων | των | λυσσαλέων | των | λυσσαλέων |
| αιτιατική | τους | λυσσαλέους | τις | λυσσαλέες | τα | λυσσαλέα |
| κλητική | λυσσαλέοι | λυσσαλέες | λυσσαλέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λυσσαλέος, -α, -ο
- ↪ λυσσαλέο μίσος, λυσσαλέος αγώνας
- ↪ έκαναν λυσσαλέες προσπάθειες να καταστρέψουν τον αντίπαλο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.