λυσσιατρείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λυσσιατρείο | τα | λυσσιατρεία |
| γενική | του | λυσσιατρείου | των | λυσσιατρείων |
| αιτιατική | το | λυσσιατρείο | τα | λυσσιατρεία |
| κλητική | λυσσιατρείο | λυσσιατρεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λυσσιατρείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.