δάγκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δάγκωμα | τα | δαγκώματα |
| γενική | του | δαγκώματος | των | δαγκωμάτων |
| αιτιατική | το | δάγκωμα | τα | δαγκώματα |
| κλητική | δάγκωμα | δαγκώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δάγκωμα < δαγκώνω
Ουσιαστικό
δάγκωμα και δάγκαμα ουδέτερο
- η ενέργεια του δαγκώνω
- έπαθε λύσσα από δάγκωμα σκύλου
- (μεταφορικά) μια σύντομη αλλά ισχυρή οδυνηρή αίσθηση
- την περίμενε και, κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, ένιωθε ένα δάγκωμα στην καρδιά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.