δάγκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάγκωμα τα δαγκώματα
      γενική του δαγκώματος των δαγκωμάτων
    αιτιατική το δάγκωμα τα δαγκώματα
     κλητική δάγκωμα δαγκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δάγκωμα < δαγκώνω

Ουσιαστικό

δάγκωμα και δάγκαμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του δαγκώνω
    έπαθε λύσσα από δάγκωμα σκύλου
  2. (μεταφορικά) μια σύντομη αλλά ισχυρή οδυνηρή αίσθηση
    την περίμενε και, κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, ένιωθε ένα δάγκωμα στην καρδιά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.