ψωμόλυσσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωμόλυσσα οι ψωμόλυσσες
      γενική της ψωμόλυσσας των ψωμόλυσσων
    αιτιατική την ψωμόλυσσα τις ψωμόλυσσες
     κλητική ψωμόλυσσα ψωμόλυσσες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμόλυσσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ψωμόλυσσα θηλυκό

  1. πολύ μεγάλη πείνα
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που πεινάει πάρα πολύ
     συνώνυμα: πειναλέος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.