ορμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορμή | οι | ορμές |
| γενική | της | ορμής | των | ορμών |
| αιτιατική | την | ορμή | τις | ορμές |
| κλητική | ορμή | ορμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρμή
- (όρος φυσικής) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική impulsion
- (όρος ψυχολογίας) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική élan[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐μή
Ουσιαστικό
ορμή θηλυκό
- η κίνηση με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένο σημείο
- (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ισούται με το γινόμενο της μάζας ενός αντικειμένου επί την ταχύτητά του και συμβολίζεται διεθνώς με το λατινικό γράμμα p
- πρωταρχική ψυχική δύναμη που ωθεί έναν ζωντανό οργανισμό προς ενέργειες που αποσκοπούν στην επιβίωση, την αναπαραγωγή του είδους κλπ, ένστικτο
- ↪ κάποια φάρμακα γι' αυτό το σκοπό επιφέρουν σοβαρές παρενέργειες, όπως μόνιμη μείωση παραγωγής σπέρματος και πτώση της σεξουαλικής ορμής[2]
Μεταφράσεις
ορμή
Αναφορές
- ορμή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ελπίδες για… ανδρικό χάπι αντισύλληψης, Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Δεκεμβρίου 2013
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.