παραφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραφροσύνη | οι | παραφροσύνες |
| γενική | της | παραφροσύνης | των | παραφροσυνών |
| αιτιατική | την | παραφροσύνη | τις | παραφροσύνες |
| κλητική | παραφροσύνη | παραφροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραφροσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραφροσύνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.fɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐φρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
παραφροσύνη θηλυκό
- (για ανθρώπους) η ιδιότητα του παράφρονος, η ψυχασθένεια, η τρέλα
- ενέργεια χωρίς λογική, παραλογισμός, τρέλα
- η κατάσταση ή η ποιότητα μιας κατάστασης που οδηγεί τους ανθρώπους στον παραλογισμό, στην τρέλα
- η παραφροσύνη του πολέμου
Αναφορές
- παραφροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
παραφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.