λυσσώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λυσσώ < αρχαία ελληνική λυσσάω / λυσσῶ < λύσσα
Ρήμα
λυσσώ
- προσβάλλομαι από την ασθένεια της λύσσας
- ↪ Ο σκύλος λύσσαξε.
- με πιάνει ασυγκράτητη οργή
- ↪ Έχει λυσσάξει που τον χώρισε.
- επιθυμώ έντονα ή με μανία κάποιον ή κάτι
- ↪ Λυσσάνε να με παντρέψουν.
- (για καιρικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι με μεγάλη σφοδρότητα
- ↪ Η θάλασσα λυσσά.
- κυριεύομαι υπερβολικά από κάτι
- ↪ Λυσσώ στη δίψα.
- υποβάλλω κάποιον σε κάτι υπερβολικό ή τον επιβαρύνω με κάτι δυσάρεστο
- ↪ Με έχεις λυσσάξει με την ωραιοπάθειά σου.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λύσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.