λυσσομανάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λυσσομανάω < λυσσομαν(ώ) + άω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυσσομανῶ, συνηρημένος τύπος του λυσσομανεώ < αρχαία ελληνική λυσσομανής < λύσσ(α) + -ο- + -μανάω < μαν- του ρήματος μαίνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.so.maˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυσ‐σο‐μα‐νά‐ω
Ρήμα
λυσσομανάω/λυσσομανώ, πρτ.: λυσσομανούσε/λυσσομάναγε, αόρ.: λυσσομάνησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λυσσομανάω - λυσσομανώ | λυσσομανούσα | θα λυσσομανάω - λυσσομανώ | να λυσσομανάω - λυσσομανώ | λυσσομανώντας | |
| β' ενικ. | λυσσομανάς | λυσσομανούσες | θα λυσσομανάς | να λυσσομανάς | λυσσομάνα - λυσσομάναγε | |
| γ' ενικ. | λυσσομανάει - λυσσομανά | λυσσομανούσε | θα λυσσομανάει - λυσσομανά | να λυσσομανάει - λυσσομανά | ||
| α' πληθ. | λυσσομανάμε - λυσσομανούμε | λυσσομανούσαμε | θα λυσσομανάμε - λυσσομανούμε | να λυσσομανάμε - λυσσομανούμε | ||
| β' πληθ. | λυσσομανάτε | λυσσομανούσατε | θα λυσσομανάτε | να λυσσομανάτε | λυσσομανάτε | |
| γ' πληθ. | λυσσομανάν(ε) - λυσσομανούν(ε) | λυσσομανούσαν(ε) | θα λυσσομανάν(ε) - λυσσομανούν(ε) | να λυσσομανάν(ε) - λυσσομανούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λυσσομάνησα | θα λυσσομανήσω | να λυσσομανήσω | λυσσομανήσει | ||
| β' ενικ. | λυσσομάνησες | θα λυσσομανήσεις | να λυσσομανήσεις | λυσσομάνα - λυσσομάνησε | ||
| γ' ενικ. | λυσσομάνησε | θα λυσσομανήσει | να λυσσομανήσει | |||
| α' πληθ. | λυσσομανήσαμε | θα λυσσομανήσουμε | να λυσσομανήσουμε | |||
| β' πληθ. | λυσσομανήσατε | θα λυσσομανήσετε | να λυσσομανήσετε | λυσσομανήστε | ||
| γ' πληθ. | λυσσομάνησαν λυσσομανήσαν(ε) |
θα λυσσομανήσουν(ε) | να λυσσομανήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λυσσομανήσει | είχα λυσσομανήσει | θα έχω λυσσομανήσει | να έχω λυσσομανήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λυσσομανήσει | είχες λυσσομανήσει | θα έχεις λυσσομανήσει | να έχεις λυσσομανήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λυσσομανήσει | είχε λυσσομανήσει | θα έχει λυσσομανήσει | να έχει λυσσομανήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λυσσομανήσει | είχαμε λυσσομανήσει | θα έχουμε λυσσομανήσει | να έχουμε λυσσομανήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λυσσομανήσει | είχατε λυσσομανήσει | θα έχετε λυσσομανήσει | να έχετε λυσσομανήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λυσσομανήσει | είχαν λυσσομανήσει | θα έχουν λυσσομανήσει | να έχουν λυσσομανήσει |
| |
Πηγές
- λυσσομανάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «λυσσομανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.