canis

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

canis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱwṓ (γενική *ḱunés) «σκύλος». Συγγενές με αρχαία ελληνική κύων.

Ουσιαστικό

canis (la) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) σκύλος

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική canis canēs
γενική canis canum
δοτική canī canibus
αιτιατική canem canēs
κλητική canis canēs
αφαιρετική cane canibus
(γ' κλίση)

Λομβαρδικά (lmo)

Ουσιαστικό

canis

  1. (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.