κυνώπης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κυνώπης | οἱ | κυνῶπαι |
| γενική | τοῦ | κυνώπου | τῶν | κυνωπῶν |
| δοτική | τῷ | κυνώπῃ | τοῖς | κυνώπαις |
| αιτιατική | τὸν | κυνώπην | τοὺς | κυνώπᾱς |
| κλητική ὦ! | κυνώπη | κυνῶπαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνώπᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυνώπαιν | ||
| Κλητική ενικού: κυνῶπα | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κυνώπης, -ου αρσενικό, (θηλυκό κυνῶπις)
- που έχει μάτια σκύλου, ξεδιάντροπος, αναιδής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 159 (158-160)
- ἀλλὰ σοί, ὦ μέγ᾽ ἀναιδές, ἅμ᾽ ἑσπόμεθ᾽, ὄφρα σὺ χαίρῃς, | τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα, | πρὸς Τρώων· τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις·
- αλλά για τον Μενέλαο και, αναίσχυντε, για σένα | ήλθομεν όλοι εκδίκησιν να πάρομε των Τρώων, | και συ, ω σκυλοπρόσωπε, λησμονημένα τα ᾽χεις.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλὰ σοί, ὦ μέγ᾽ ἀναιδές, ἅμ᾽ ἑσπόμεθ᾽, ὄφρα σὺ χαίρῃς, | τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα, | πρὸς Τρώων· τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 159 (158-160)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κύων
Πηγές
- κυνώπης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνώπης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.