κυνώπης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνώπης οἱ κυνῶπαι
      γενική τοῦ κυνώπου τῶν κυνωπῶν
      δοτική τῷ κυνώπ τοῖς κυνώπαις
    αιτιατική τὸν κυνώπην τοὺς κυνώπᾱς
     κλητική ! κυνώπη κυνῶπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνώπ
γεν-δοτ τοῖν  κυνώπαιν
Κλητική ενικού: κυνῶπα
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνώπης < κυν(ός) + ὠπ(ός) + -ης

Ουσιαστικό

κυνώπης, -ου αρσενικό, (θηλυκό κυνῶπις)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κύων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.