κυνόσουρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνόσουρ αἱ κυνόσουραι
      γενική τῆς κυνοσούρᾱς τῶν κυνοσουρῶν
      δοτική τῇ κυνοσούρ ταῖς κυνοσούραις
    αιτιατική τὴν κυνόσουρᾰν τὰς κυνοσούρᾱς
     κλητική ! κυνόσουρ κυνόσουραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνοσούρ
γεν-δοτ τοῖν  κυνοσούραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνόσουρα < κύων, γενική κυνός + οὐρά

Ουσιαστικό

κυνόσουρα θηλυκό

  1. (ζωολογία) η ουρά του σκύλου
  2. (αστρονομία) ονομασία για τον αστερισμό της Μικρής Άρκτου
     και δείτε τη λέξη Κυνόσουρα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.