κυνέη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Από το κύων
Ουσιαστικό
κυνέη θηλυκό και κυνῆ
- προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής από δέρμα σκύλου για στρατιώτες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.