κυνοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυνοκτονία | οι | κυνοκτονίες |
| γενική | της | κυνοκτονίας | των | κυνοκτονιών |
| αιτιατική | την | κυνοκτονία | τις | κυνοκτονίες |
| κλητική | κυνοκτονία | κυνοκτονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνοκτονία < ελληνιστική κοινή κυνοκτονία < αρχαία ελληνική κύων + κτείνω
Μεταφράσεις
κυνοκτονία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.