κυνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κυνισμός | οι | κυνισμοί |
| γενική | του | κυνισμού | των | κυνισμών |
| αιτιατική | τον | κυνισμό | τους | κυνισμούς |
| κλητική | κυνισμέ | κυνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυνισμός
Ουσιαστικό
κυνισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) αρχαίο φιλοσοφικό σύστημα που περιφρονούσε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις και πρέσβευε την επιστροφή του ανθρώπου στη φύση σε μια ζωή με απόλυτη εγκράτεια και λιτότητα
- ωμή ειλικρίνεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.