κυνοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυνοδρομία | οι | κυνοδρομίες |
| γενική | της | κυνοδρομίας | των | κυνοδρομιών |
| αιτιατική | την | κυνοδρομία | τις | κυνοδρομίες |
| κλητική | κυνοδρομία | κυνοδρομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνοδρομία < κυνο- + -δρομία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dog-racing
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.ðɾoˈmi.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.