κυναγέτας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
κυνᾱγέτᾱς αρσενικό (θηλυκό κυναγέτις)
- δωρικός τύπος του κυνηγέτης
- ※ οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (Πίνδαρος, Νεμεονίκαις', Ἀλκιμήδῃ Αἰγινήτῃ παιδί παλαιστῇ, στίχος 15)
- για την προσωνυμία της Αρτέμιδος → δείτε τη λέξη κυναγέτις
- κυναγέταις, δοτική πληθυντικού, και στη μυκηναϊκή 𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂 (ku-na-ke-ta-i)
Πηγές
- κυνηγέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυναγέτας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- κυνηγέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.