κυνομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυνομαχία οι κυνομαχίες
      γενική της κυνομαχίας των κυνομαχιών
    αιτιατική την κυνομαχία τις κυνομαχίες
     κλητική κυνομαχία κυνομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνομαχία < κυνο- + -μαχία

Ουσιαστικό

κυνομαχία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.