κυνάγχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυνάγχη | ||
| γενική | της | κυνάγχης | ||
| αιτιατική | την | κυνάγχη | ||
| κλητική | κυνάγχη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνάγχη < αρχαία ελληνική κυνάγχη < κύων (: σκύλος) + -άγχη < αρχαία ελληνική ἄγχω (: πνίγω) από παραλλαγή σε συνάγχη προέρχεται το συνάχι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈnaŋ.çi/
Ουσιαστικό
κυνάγχη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) φλεγμονή του φάρυγγα που προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση, συνάχι
- (ειδικότερα) ασθένεια των σκύλων που προκαλεί φλόγωση των πνευμόνων και μπορεί να καταλήξει σε θάνατο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.