τα άγια τοις κυσί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις αρχαίες ελληνικές φράσεις 
  • «τὰ ἅγια», ουδέτερο, πληθυντικός του ἅγιος («τα ιερά», «τα όσια πράγματα»)
  • «τοῖς κυσί», δοτική πληθυνικού του κύων («στα σκυλιά»)
κυριολεκτικά: [να πετάξετε, πετάξατε] τα ιερά και τα όσια στα σκυλιά

Έκφραση

τα άγια τοις κυσί

  • (παρωχημένο) λέγεται όταν θεωρούμε ότι διαπράττεται κάτι που είναι ανόσιο, ιεροσυλία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.