chien
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- chien < chen < canis
Προφορά
- ⓘ
- ΔΦΑ : /ʃiɛ̃/
Εκφράσεις
- (οικείο) de chien - όταν ακολουθεί ένα ουσιαστικό, εκφράζει κάτι άσχημο, δύσκολο, κ.α. Εκφράζει συχνά λέξεις που αρχίζουν από παλιο- ή βρομο-.
- j'ai eu un mal de chien à résoudre ce problème - δυσκολεύτηκα πάρα πολύ για να λύσω αυτό το πρόβλημα
- il a fait un temps de chien pendant toute la semaine - έκανε παλιόκαιρο όλη τη βδομάδα
- toute seule, avec ses trois enfants, elle mène une vie de chien - ολομόναχη, με τα τρία της παιδιά, ζει μια παλιοζωή (μια ζωή σκυλίσια)
- il a un caractère de chien - έχει έναν βρομοχαρακτήρα
- comme un chien - παρομοίωση που εκφράζει ελεεινές, πολύ δύσκολες, συνθήκες, άσχημο φέρσιμο, κ.α.
- il traite ses employés comme des chiens - φέρεται πολύ άσχημα απέναντι στους υπαλλήλους του
- j'ai passé mon week-end malade comme un chien - πέρασα το σαββατοκύριακό μου άρρωστος σε ελεεινή κατάσταση
Σύνθετα
- chien-assis
- chiendent
- chien-loup
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.