chien

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

chien < chen < canis

Προφορά

 
ΔΦΑ : /ʃiɛ̃/

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό chien chiens
θηλυκό chienne chiennes

chien (fr)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
    la famille du chien : le chien, la chienne, les chiots - η οικογένεια του σκύλου: ο σκύλος, η σκύλα, τα σκυλάκια
  2. (υβριστικά) το παλιόσκυλο, το σκυλί

Εκφράσεις

  • (οικείο) de chien - όταν ακολουθεί ένα ουσιαστικό, εκφράζει κάτι άσχημο, δύσκολο, κ.α. Εκφράζει συχνά λέξεις που αρχίζουν από παλιο- ή βρομο-.
    1. j'ai eu un mal de chien à résoudre ce problème - δυσκολεύτηκα πάρα πολύ για να λύσω αυτό το πρόβλημα
    2. il a fait un temps de chien pendant toute la semaine - έκανε παλιόκαιρο όλη τη βδομάδα
    3. toute seule, avec ses trois enfants, elle mène une vie de chien - ολομόναχη, με τα τρία της παιδιά, ζει μια παλιοζωή (μια ζωή σκυλίσια)
    4. il a un caractère de chien - έχει έναν βρομοχαρακτήρα
  • comme un chien - παρομοίωση που εκφράζει ελεεινές, πολύ δύσκολες, συνθήκες, άσχημο φέρσιμο, κ.α.
    1. il traite ses employés comme des chiens - φέρεται πολύ άσχημα απέναντι στους υπαλλήλους του
    2. j'ai passé mon week-end malade comme un chien - πέρασα το σαββατοκύριακό μου άρρωστος σε ελεεινή κατάσταση

Συγγενικά

Σύνθετα

Αναγραμματισμοί



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

chien

  1. σκύλος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.