κυστεκτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεκτομή οι κυστεκτομές
      γενική της κυστεκτομής των κυστεκτομών
    αιτιατική την κυστεκτομή τις κυστεκτομές
     κλητική κυστεκτομή κυστεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυστεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cystectomie < αρχαία ελληνική κύστις + ἐκτομή

Ουσιαστικό

κυστεκτομή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.