κυστίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυστίτιδα | οι | κυστίτιδες |
| γενική | της | κυστίτιδας | των | κυστίτιδων |
| αιτιατική | την | κυστίτιδα | τις | κυστίτιδες |
| κλητική | κυστίτιδα | κυστίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυστίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cystite < αρχαία ελληνική κύστις + -ίτιδα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κύστη
Μεταφράσεις
κυστίτιδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.