κυστεοκολπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυστεοκολπικός | η | κυστεοκολπική | το | κυστεοκολπικό |
| γενική | του | κυστεοκολπικού | της | κυστεοκολπικής | του | κυστεοκολπικού |
| αιτιατική | τον | κυστεοκολπικό | την | κυστεοκολπική | το | κυστεοκολπικό |
| κλητική | κυστεοκολπικέ | κυστεοκολπική | κυστεοκολπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυστεοκολπικοί | οι | κυστεοκολπικές | τα | κυστεοκολπικά |
| γενική | των | κυστεοκολπικών | των | κυστεοκολπικών | των | κυστεοκολπικών |
| αιτιατική | τους | κυστεοκολπικούς | τις | κυστεοκολπικές | τα | κυστεοκολπικά |
| κλητική | κυστεοκολπικοί | κυστεοκολπικές | κυστεοκολπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυστεοκολπικός < κύστη + -ο- + κολπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vesicovaginal)
Επίθετο
κυστεοκολπικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.