νεόπλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεόπλασμα τα νεοπλάσματα
      γενική του νεοπλάσματος των νεοπλασμάτων
    αιτιατική το νεόπλασμα τα νεοπλάσματα
     κλητική νεόπλασμα νεοπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεόπλασμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική néoplasme

Ουσιαστικό

νεόπλασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.