κυστεοκήλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεοκήλη οι κυστεοκήλες
      γενική της κυστεοκήλης
    αιτιατική την κυστεοκήλη τις κυστεοκήλες
     κλητική κυστεοκήλη κυστεοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυστεοκήλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κυστεοκήλη θηλυκό

  • (ιατρική) η χαλάρωση του πρόσθιου τοιχώματος του γυναικείου κόλπου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.