κυστεοκήλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυστεοκήλη | οι | κυστεοκήλες |
| γενική | της | κυστεοκήλης | — | |
| αιτιατική | την | κυστεοκήλη | τις | κυστεοκήλες |
| κλητική | κυστεοκήλη | κυστεοκήλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυστεοκήλη < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.