πρήζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρήζομαι: παθητική φωνή του ρήματος πρήζω

Ρήμα

πρήζομαι

  1. (για μέρος, για όργανο ή για το σύνολο ζωντανού οργανισμού) αυξάνω τον όγκο μου.
    έχω κάποια ασθένεια και κάθε φορά που τρώω γαλακτοκομικά πρήζεται η κοιλιά μου.

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.