χολοκυστίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χολοκυστίτιδα οι χολοκυστίτιδες
      γενική της χολοκυστίτιδας των χολοκυστίτιδων
    αιτιατική τη χολοκυστίτιδα τις χολοκυστίτιδες
     κλητική χολοκυστίτιδα χολοκυστίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χολοκυστίτιδα < (καθαρεύουσα) χολοκυστῖτις (-ίτιδα), λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική

Ουσιαστικό

χολοκυστίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.