κυστεογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυστεογραφία | οι | κυστεογραφίες |
| γενική | της | κυστεογραφίας | των | κυστεογραφιών |
| αιτιατική | την | κυστεογραφία | τις | κυστεογραφίες |
| κλητική | κυστεογραφία | κυστεογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυστεογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cystographie ή αγγλική cystography< από τις ελληνικές λέξεις κύστη και γράφω. Μορφολογικά αναλύεται σε κύστε(ος) + -ο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κυστεογραφία θηλυκό
- ειδική εξέταση της ουροδόχου κύστεως και γενικά του ουροποιητικού είτε με ακτίνες Χ (ακτινοσκόπηση) είτε με μαγνητική τομογραφία, χορηγώντας συνήθως στον εξεταζόμενο πριν από την εξέταση σκιαγραφικό υλικό
Μεταφράσεις
κυστεογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.