κυστεοτομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυστεοτομία | οι | κυστεοτομίες |
| γενική | της | κυστεοτομίας | των | κυστεοτομιών |
| αιτιατική | την | κυστεοτομία | τις | κυστεοτομίες |
| κλητική | κυστεοτομία | κυστεοτομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.