κύστις
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κύστις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κύστις -εως και -ίος θηλυκό
- κύστη, φούσκα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 67 (στίχοι 66-67)
- βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν· ἡ δὲ διαπρὸ | ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἤλυθ᾽ ἀκωκή·
- και τον κτυπά στο δεξιό μερί και αντίκρ᾽ η λόγχη | στην φούσκαν βγαίνει, αφού περνά στο κόκαλο αποκάτω.
- Μετάφραση Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν· ἡ δὲ διαπρὸ | ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ᾽ ὀστέον ἤλυθ᾽ ἀκωκή·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 67 (στίχοι 66-67)
- (ιατρική) (στον πληθυντικό) (αἱ κύστιδες): οι σακούλες κάτω από τα μάτια
- (για τον άνεμο, όταν φουσκώνει τα σύννεφα): φούσκα
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 404-405
- ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ,
- Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, | από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα
- Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ,
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 404-405
- (βιολογία) πληγή στη ράχη αλόγου
Πηγές
- κύστις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύστις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.