κόκορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόκορας οι κόκορες
& κοκόροι
      γενική του κόκορα των κοκόρων
    αιτιατική τον κόκορα τους κόκορες
& κοκόρους
     κλητική κόκορα κόκορες
& κοκόροι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Και γενική ενικού, του κοκόρου.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόκορας: (ηχομιμητική λέξη) (από το κο κο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.ko.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόκορας

Ουσιαστικό

ένας κόκορας

κόκορας αρσενικό

  1. (πτηνό) το αρσενικό της κότας
  2. ο επικρουστήρας των πυροβόλων όπλων

Εκφράσεις

  • κάνω τον κόκορα : παριστάνω τον γενναίο, χωρίς να είμαι
  • κοκόρου γνώση : έλλειψη εξυπνάδας
  • μαλώνουν σαν κοκόρια : καβγαδίζουν συνέχεια  δείτε τη λέξη κοκόρι
  • όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει : όταν εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι σε μια υπόθεση, τα πράγματα εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς ή τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά
  • τα φορτώνω στον κόκορα : αδιαφορώ για, εγκαταλείπω μια δουλειά που πρέπει να κάνω

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.