κόκορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόκορας | οι | κόκορες & κοκόροι |
| γενική | του | κόκορα | των | κοκόρων |
| αιτιατική | τον | κόκορα | τους | κόκορες & κοκόρους |
| κλητική | κόκορα | κόκορες & κοκόροι | ||
| Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. Και γενική ενικού, του κοκόρου. | ||||
| Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόκορας: (ηχομιμητική λέξη) (από το κο κο)
- για τον επικρουστήρα όπλου: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cock[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.ko.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐κο‐ρας
Ουσιαστικό

ένας κόκορας
κόκορας αρσενικό
- (πτηνό) το αρσενικό της κότας
- ο επικρουστήρας των πυροβόλων όπλων
Εκφράσεις
- κάνω τον κόκορα : παριστάνω τον γενναίο, χωρίς να είμαι
- κοκόρου γνώση : έλλειψη εξυπνάδας
- μαλώνουν σαν κοκόρια : καβγαδίζουν συνέχεια → δείτε τη λέξη κοκόρι
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει : όταν εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι σε μια υπόθεση, τα πράγματα εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς ή τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά
- τα φορτώνω στον κόκορα : αδιαφορώ για, εγκαταλείπω μια δουλειά που πρέπει να κάνω
Συγγενικά
Σύνθετα
- βραχνοκόκορας
- κοκορομαχία
- κοκορόμυαλος
Μεταφράσεις
το αρσενικό της κότας
|
Αναφορές
- κόκορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.