αλέκτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλέκτορας οι αλέκτορες
      γενική του αλέκτορα των αλεκτόρων
    αιτιατική τον αλέκτορα τους αλέκτορες
     κλητική αλέκτορα αλέκτορες
Η γενική πληθυντικού σε λόγια χρήση.
Δείτε επίσης, «αλέκτωρ» και το αρχαίο «ἀλέκτωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλέκτορας < για διαλέκτους και ιδιώματα (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλέκτορας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ από την αιτιατική τόν ἀλέκτορα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈle.kto.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλέκτορας

Ουσιαστικό

αλέκτορας αρσενικό

  1. (πτηνό, ιδιωματικό, Κρήτη, Πελοπόννησος) ο κόκορας  δείτε και το ποντιακό αλέκτορας
    άλλες μορφές: αλέχτορας, αλόχτερας
  2. (λόγιο) ο κόκορας

Συγγενικά

  • Αλεκτοροειδή
  • αλεκτορομαντεία, αλεκτρυομαντεία
  • αλεκτορομαχία, αλεκτυρομαχία
  • αλεκτοροφωνία

Πηγές



Ποντιακά (pnt)

Ετυμολογία

αλέκτορας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ

Ουσιαστικό

αλέκτορας αρσενικό

Πηγές

  • «αλέκτωρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.