κοκόρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκόρι τα κοκόρια
      γενική του κοκοριού των κοκοριών
    αιτιατική το κοκόρι τα κοκόρια
     κλητική κοκόρι κοκόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Η γενική, δύσχρηστη
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκόρι < κόκορ(ας) + υποκοριστικό [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈko.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκόρι

Ουσιαστικό

κοκόρι ουδέτερο

  1. νεαρός κόκορας
  2. κόκορας σε εκφράσεις όπως
    μαλώνουν/τσακώνονται/τρώγονται σαν κοκόρια
    ξυπνάει/σηκώνεται με τα κοκόρια: ξυπνάει πολύ νωρίς
     αντώνυμα: κοιμάται με τις κότες: κοιμάται πολύ νωρίς

Συνώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.