κοκόρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοκόρι | τα | κοκόρια |
| γενική | του | κοκοριού | των | κοκοριών |
| αιτιατική | το | κοκόρι | τα | κοκόρια |
| κλητική | κοκόρι | κοκόρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Η γενική, δύσχρηστη | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈko.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κό‐ρι
Ουσιαστικό
κοκόρι ουδέτερο
Συνώνυμα
Παράγωγα
- κοκοράκι (υποκοριστικό)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόκορας
Αναφορές
- κοκόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.