καβγαδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.vɣaˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βγα‐δί‐ζω
Ρήμα
καβγαδίζω, αόρ.: καβγάδισα, χωρίς παθητική φωνή
- μαλώνω με κάποιον, διαπληκτίζομαι, λογομαχώ έντονα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καβγαδίζω | καβγάδιζα | θα καβγαδίζω | να καβγαδίζω | καβγαδίζοντας | |
| β' ενικ. | καβγαδίζεις | καβγάδιζες | θα καβγαδίζεις | να καβγαδίζεις | καβγάδιζε | |
| γ' ενικ. | καβγαδίζει | καβγάδιζε | θα καβγαδίζει | να καβγαδίζει | ||
| α' πληθ. | καβγαδίζουμε | καβγαδίζαμε | θα καβγαδίζουμε | να καβγαδίζουμε | ||
| β' πληθ. | καβγαδίζετε | καβγαδίζατε | θα καβγαδίζετε | να καβγαδίζετε | καβγαδίζετε | |
| γ' πληθ. | καβγαδίζουν(ε) | καβγάδιζαν καβγαδίζαν(ε) |
θα καβγαδίζουν(ε) | να καβγαδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καβγάδισα | θα καβγαδίσω | να καβγαδίσω | καβγαδίσει | ||
| β' ενικ. | καβγάδισες | θα καβγαδίσεις | να καβγαδίσεις | καβγάδισε | ||
| γ' ενικ. | καβγάδισε | θα καβγαδίσει | να καβγαδίσει | |||
| α' πληθ. | καβγαδίσαμε | θα καβγαδίσουμε | να καβγαδίσουμε | |||
| β' πληθ. | καβγαδίσατε | θα καβγαδίσετε | να καβγαδίσετε | καβγαδίστε | ||
| γ' πληθ. | καβγάδισαν καβγαδίσαν(ε) |
θα καβγαδίσουν(ε) | να καβγαδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καβγαδίσει | είχα καβγαδίσει | θα έχω καβγαδίσει | να έχω καβγαδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καβγαδίσει | είχες καβγαδίσει | θα έχεις καβγαδίσει | να έχεις καβγαδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καβγαδίσει | είχε καβγαδίσει | θα έχει καβγαδίσει | να έχει καβγαδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καβγαδίσει | είχαμε καβγαδίσει | θα έχουμε καβγαδίσει | να έχουμε καβγαδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καβγαδίσει | είχατε καβγαδίσει | θα έχετε καβγαδίσει | να έχετε καβγαδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καβγαδίσει | είχαν καβγαδίσει | θα έχουν καβγαδίσει | να έχουν καβγαδίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.