επικρουστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επικρουστήρας | οι | επικρουστήρες |
| γενική | του | επικρουστήρα | των | επικρουστήρων |
| αιτιατική | τον | επικρουστήρα | τους | επικρουστήρες |
| κλητική | επικρουστήρα | επικρουστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικρουστήρας < ελληνιστική κοινή ἐπικρουστήριον < αρχαία ελληνική ἐπικρούω
Ουσιαστικό
επικρουστήρας αρσενικό
- λεπτό και μακρόστενο τμήμα ενός όπλου, που μεταδίδει το χτύπημα της σφύρας στο καψύλι του φυσιγγίου, προκαλώντας την πυροδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.