κοκοράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκοράκι τα κοκοράκια
      γενική
    αιτιατική το κοκοράκι τα κοκοράκια
     κλητική κοκοράκι κοκοράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκοράκι < κόκορ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.koˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκοράκι
ένα μαύρο κοκοράκι

Ουσιαστικό

κοκοράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κόκορας
      το κοκοράκι κι-κι-ρι-κι-κι / θα σε ξυπνάει κάθε πρωί (παλιό ελαφρό, επαναληπτικό, τραγούδι με τον Νίκο Γούναρη, το 1949/50  δείτε τη λέξη παζάρι)
    1. χαϊδευτικά ο κόκορας
    2. μικρός κόκορας
    3.  συνώνυμα: κοκορόπουλο, πετεινάρι
  2. (μεταφορικά)
    1. (κομμωτική) μικρό υπερυψωμένο τσουλούφι στο μπροστινό μέρος του τριχωτού της κεφαλής, συνήθως σε αγοράκια
        Δεν ήταν πάνω από είκοσι χρονώ, μάτια όλο κίνηση κι ένα άταχτο κοκοράκι να πέφτει στο μέτωπο. (Μάριος Χάκκας, Το σινεμά [διήγημα])
    2. σπάσιμο της φωνής, παραφωνία στην ψηλή περιοχή

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κόκορας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.