κοκορεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.koˈɾe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κο‐ρεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
κοκορεύομαι (αποθετικό ρήμα)
- συμπεριφέρομαι όπως ο κόκορας προβάλλοντας κάποιο στοιχείο μου ώστε να προκαλέσω εντυπώσεις
- ※ Ἄχ! πᾶνε πειὰ ᾑ προξενιαίς! / καὶ τώρα στοὺς γαμπροὺς ᾑ νειαὶς / γελοῦν καὶ κοκορεύονται... (Γεώργιος Σουρής, Η προξενήτρα, 1910)
Συνώνυμα
Αναφορές
- κοκορεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.